αχρώματος

αχρώματος
ἀχρώματος, -ον (Α)
1. ο χωρίς χρώμα, άχρωμος
2. όποιος δεν κοκκινίζει από ντροπή, ανερυθρίαστος, αδιάντροπος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἀχρώματος — colourless masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀχρώματον — ἀχρώματος colourless masc/fem acc sg ἀχρώματος colourless neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀχρωμάτου — ἀχρώματος colourless masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀχρωμάτους — ἀχρώματος colourless masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀχρωμάτων — ἀχρώματος colourless masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀχρωμάτῳ — ἀχρώματος colourless masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυβερνήτης — ο, θηλ. κυβερνήτρα (AM κυβερνήτης, θηλ. κυβερνῆτις, ιδος, Α αιολ. τ. κυμερνήτης) [κυβερνώ] 1. αυτός που διοικεί, που κυβερνά το κράτος (α. «κανένας κυβερνήτης δεν έδωσε σημασία στο χωριό μας» β. «ἐπεί τοι κοὐδὲν αἰτία κακῶς κλύουσα διὰ κυβερνήτην …   Dictionary of Greek

  • λευκόφλεγμος — λευκόφλεγμος, ον (Μ) λευκοφλέγματος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού λευκοφλέγματος (πρβλ. αχρώματος: άχρωμος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”